- θαμνοφαγος
- θαμνοφάγοςθαμνο-φάγος2(ᾰ) питающийся листьями и ветками кустарников
(ζῷα Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ζῷα Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θαμνοφάγος — θαμνοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει θάμνους («θαμνοφάγα ζῷα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + φαγος < θ. φαγ (πρβλ. έφαγον) τού εσθίω*] … Dictionary of Greek
θαμνοφάγα — θαμνοφάγος eating shrubs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… … Dictionary of Greek